Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμβουκολέω
ἐμβραδύνω
ἐμβράσσω
ἔμβραχυ
ἔμβρεγμα
ἐμβρεκτέον
ἐμβρεκτός
ἐμβρέμομαι
ἐμβρενθυόμενος
ἔμβρεφος
ἐμβρέχω
ἔμβρημα
ἐμβρίθεια
ἐμβριθής
ἐμβρίθω
ἐμβριμάομαι
ἐμβρίμημα
ἐμβρονταῖος
ἐμβροντάω
ἐμβροντησία
ἐμβρόντητος
View word page
ἐμβρέχω
treat with embrocations

ShortDef

treat with embrocations

Debugging

Headword:
ἐμβρέχω
Headword (normalized):
ἐμβρέχω
Headword (normalized/stripped):
εμβρεχω
IDX:
28898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28899
Key:

Data

{'content': 'treat with embrocations'}