Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμβομβέω
ἐμβόσκομαι
ἐμβουκολέω
ἐμβραδύνω
ἐμβράσσω
ἔμβραχυ
ἔμβρεγμα
ἐμβρεκτέον
ἐμβρεκτός
ἐμβρέμομαι
ἐμβρενθυόμενος
ἔμβρεφος
ἐμβρέχω
ἔμβρημα
ἐμβρίθεια
ἐμβριθής
ἐμβρίθω
ἐμβριμάομαι
ἐμβρίμημα
ἐμβρονταῖος
ἐμβροντάω
View word page
ἐμβρενθυόμενος
infrendens

ShortDef

infrendens

Debugging

Headword:
ἐμβρενθυόμενος
Headword (normalized):
ἐμβρενθυόμενος
Headword (normalized/stripped):
εμβρενθυομενος
IDX:
28896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28897
Key:

Data

{'content': 'infrendens'}