Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔμβολον
ἔμβολος
ἐμβομβέω
ἐμβόσκομαι
ἐμβουκολέω
ἐμβραδύνω
ἐμβράσσω
ἔμβραχυ
ἔμβρεγμα
ἐμβρεκτέον
ἐμβρεκτός
ἐμβρέμομαι
ἐμβρενθυόμενος
ἔμβρεφος
ἐμβρέχω
ἔμβρημα
ἐμβρίθεια
ἐμβριθής
ἐμβρίθω
ἐμβριμάομαι
ἐμβρίμημα
View word page
ἐμβρεκτός
soaked
ShortDef
soaked
Debugging
Headword:
ἐμβρεκτός
Headword (normalized):
ἐμβρεκτός
Headword (normalized/stripped):
εμβρεκτος
IDX:
28894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28895
Key:
Data
{'content': 'soaked'}