Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμβολῖται
ἐμβολοειδής
ἔμβολον
ἔμβολος
ἐμβομβέω
ἐμβόσκομαι
ἐμβουκολέω
ἐμβραδύνω
ἐμβράσσω
ἔμβραχυ
ἔμβρεγμα
ἐμβρεκτέον
ἐμβρεκτός
ἐμβρέμομαι
ἐμβρενθυόμενος
ἔμβρεφος
ἐμβρέχω
ἔμβρημα
ἐμβρίθεια
ἐμβριθής
ἐμβρίθω
View word page
ἔμβρεγμα
lotion

ShortDef

lotion

Debugging

Headword:
ἔμβρεγμα
Headword (normalized):
ἔμβρεγμα
Headword (normalized/stripped):
εμβρεγμα
IDX:
28892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28893
Key:

Data

{'content': 'lotion'}