Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμβόλισμα
ἐμβολῖται
ἐμβολοειδής
ἔμβολον
ἔμβολος
ἐμβομβέω
ἐμβόσκομαι
ἐμβουκολέω
ἐμβραδύνω
ἐμβράσσω
ἔμβραχυ
ἔμβρεγμα
ἐμβρεκτέον
ἐμβρεκτός
ἐμβρέμομαι
ἐμβρενθυόμενος
ἔμβρεφος
ἐμβρέχω
ἔμβρημα
ἐμβρίθεια
ἐμβριθής
View word page
ἔμβραχυ
in brief, shortly
ShortDef
in brief, shortly
Debugging
Headword:
ἔμβραχυ
Headword (normalized):
ἔμβραχυ
Headword (normalized/stripped):
εμβραχυ
IDX:
28891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28892
Key:
Data
{'content': 'in brief, shortly'}