Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμβολή
ἐμβόλιμος
ἐμβόλιον
ἐμβόλισμα
ἐμβολῖται
ἐμβολοειδής
ἔμβολον
ἔμβολος
ἐμβομβέω
ἐμβόσκομαι
ἐμβουκολέω
ἐμβραδύνω
ἐμβράσσω
ἔμβραχυ
ἔμβρεγμα
ἐμβρεκτέον
ἐμβρεκτός
ἐμβρέμομαι
ἐμβρενθυόμενος
ἔμβρεφος
ἐμβρέχω
View word page
ἐμβουκολέω
deceive

ShortDef

deceive

Debugging

Headword:
ἐμβουκολέω
Headword (normalized):
ἐμβουκολέω
Headword (normalized/stripped):
εμβουκολεω
IDX:
28888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28889
Key:

Data

{'content': 'deceive'}