Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμβολεύω
ἐμβολή
ἐμβόλιμος
ἐμβόλιον
ἐμβόλισμα
ἐμβολῖται
ἐμβολοειδής
ἔμβολον
ἔμβολος
ἐμβομβέω
ἐμβόσκομαι
ἐμβουκολέω
ἐμβραδύνω
ἐμβράσσω
ἔμβραχυ
ἔμβρεγμα
ἐμβρεκτέον
ἐμβρεκτός
ἐμβρέμομαι
ἐμβρενθυόμενος
ἔμβρεφος
View word page
ἐμβόσκομαι
feed on
ShortDef
feed on
Debugging
Headword:
ἐμβόσκομαι
Headword (normalized):
ἐμβόσκομαι
Headword (normalized/stripped):
εμβοσκομαι
IDX:
28887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28888
Key:
Data
{'content': 'feed on'}