Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμβολεύς
ἐμβολεύω
ἐμβολή
ἐμβόλιμος
ἐμβόλιον
ἐμβόλισμα
ἐμβολῖται
ἐμβολοειδής
ἔμβολον
ἔμβολος
ἐμβομβέω
ἐμβόσκομαι
ἐμβουκολέω
ἐμβραδύνω
ἐμβράσσω
ἔμβραχυ
ἔμβρεγμα
ἐμβρεκτέον
ἐμβρεκτός
ἐμβρέμομαι
ἐμβρενθυόμενος
View word page
ἐμβομβέω
buzz in

ShortDef

buzz in

Debugging

Headword:
ἐμβομβέω
Headword (normalized):
ἐμβομβέω
Headword (normalized/stripped):
εμβομβεω
IDX:
28886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28887
Key:

Data

{'content': 'buzz in'}