Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμβολάδην
ἐμβολάδιον
ἐμβολάς
ἐμβολεύς
ἐμβολεύω
ἐμβολή
ἐμβόλιμος
ἐμβόλιον
ἐμβόλισμα
ἐμβολῖται
ἐμβολοειδής
ἔμβολον
ἔμβολος
ἐμβομβέω
ἐμβόσκομαι
ἐμβουκολέω
ἐμβραδύνω
ἐμβράσσω
ἔμβραχυ
ἔμβρεγμα
ἐμβρεκτέον
View word page
ἐμβολοειδής
wedge-shaped
ShortDef
wedge-shaped
Debugging
Headword:
ἐμβολοειδής
Headword (normalized):
ἐμβολοειδής
Headword (normalized/stripped):
εμβολοειδης
IDX:
28883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28884
Key:
Data
{'content': 'wedge-shaped'}