Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμβοθρόομαι
ἔμβοθρος
ἐμβολάδην
ἐμβολάδιον
ἐμβολάς
ἐμβολεύς
ἐμβολεύω
ἐμβολή
ἐμβόλιμος
ἐμβόλιον
ἐμβόλισμα
ἐμβολῖται
ἐμβολοειδής
ἔμβολον
ἔμβολος
ἐμβομβέω
ἐμβόσκομαι
ἐμβουκολέω
ἐμβραδύνω
ἐμβράσσω
ἔμβραχυ
View word page
ἐμβόλισμα
patch

ShortDef

patch

Debugging

Headword:
ἐμβόλισμα
Headword (normalized):
ἐμβόλισμα
Headword (normalized/stripped):
εμβολισμα
IDX:
28881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28882
Key:

Data

{'content': 'patch'}