Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμβατικός
ἐμβατός
ἐμβάφιον
ἐμβεβαιόομαι
ἐμβελής
ἐμβιβάζω
ἐμβιβασμός
ἐμβιβαστέον
ἐμβιβαστής
ἔμβιος
ἐμβιοτεύω
ἐμβιόω
ἐμβίωσις
ἐμβιωτήριον
ἐμβλαστάνω
ἐμβλάστησις
ἔμβλεμμα
ἐμβλέπω
ἔμβλεψις
ἐμβλήθρα
ἔμβλημα
View word page
ἐμβιοτεύω
flourish in

ShortDef

flourish in

Debugging

Headword:
ἐμβιοτεύω
Headword (normalized):
ἐμβιοτεύω
Headword (normalized/stripped):
εμβιοτευω
IDX:
28855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28856
Key:

Data

{'content': 'flourish in'}