Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄκοινος
ἀκοινωνησία
ἀκοινώνητος
ἀκοινωνία
ἀκοίτας
ἀκοίτης
ἄκοιτις
ἄκοιτος
ἀκολάκευτος
ἀκολασία
ἀκολασταίνω
ἀκολάστημα
ἀκόλαστος
ἀκολλητί
ἀκόλλητος
ἄκολλος
ἀκολλύβιστος
ἀκολόβωτος
ἄκολος
ἀκολουθέω
ἀκολούθησις
View word page
ἀκολασταίνω
to be licentious, intemperate

ShortDef

to be licentious, intemperate

Debugging

Headword:
ἀκολασταίνω
Headword (normalized):
ἀκολασταίνω
Headword (normalized/stripped):
ακολασταινω
IDX:
2884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2885
Key:

Data

{'content': 'to be licentious, intemperate'}