Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμβαστάζω
ἐμβατεία
ἐμβατέον
ἐμβατεύω
ἐμβατέω
ἐμβατήριος
ἐμβάτης
ἐμβατικός
ἐμβατός
ἐμβάφιον
ἐμβεβαιόομαι
ἐμβελής
ἐμβιβάζω
ἐμβιβασμός
ἐμβιβαστέον
ἐμβιβαστής
ἔμβιος
ἐμβιοτεύω
ἐμβιόω
ἐμβίωσις
ἐμβιωτήριον
View word page
ἐμβεβαιόομαι
confirm

ShortDef

confirm

Debugging

Headword:
ἐμβεβαιόομαι
Headword (normalized):
ἐμβεβαιόομαι
Headword (normalized/stripped):
εμβεβαιοομαι
IDX:
28848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28849
Key:

Data

{'content': 'confirm'}