Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔμβασις
ἐμβασίχυτρος
ἐμβαστάζω
ἐμβατεία
ἐμβατέον
ἐμβατεύω
ἐμβατέω
ἐμβατήριος
ἐμβάτης
ἐμβατικός
ἐμβατός
ἐμβάφιον
ἐμβεβαιόομαι
ἐμβελής
ἐμβιβάζω
ἐμβιβασμός
ἐμβιβαστέον
ἐμβιβαστής
ἔμβιος
ἐμβιοτεύω
ἐμβιόω
View word page
ἐμβατός
passable, accessible

ShortDef

passable, accessible

Debugging

Headword:
ἐμβατός
Headword (normalized):
ἐμβατός
Headword (normalized/stripped):
εμβατος
IDX:
28846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28847
Key:

Data

{'content': 'passable, accessible'}