Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμβασανίζω
ἐμβασικοίτας
ἐμβασίκοιτος
ἐμβασιλεύω
Ἐμβάσιος
ἔμβασις
ἐμβασίχυτρος
ἐμβαστάζω
ἐμβατεία
ἐμβατέον
ἐμβατεύω
ἐμβατέω
ἐμβατήριος
ἐμβάτης
ἐμβατικός
ἐμβατός
ἐμβάφιον
ἐμβεβαιόομαι
ἐμβελής
ἐμβιβάζω
ἐμβιβασμός
View word page
ἐμβατεύω
to step in

ShortDef

to step in

Debugging

Headword:
ἐμβατεύω
Headword (normalized):
ἐμβατεύω
Headword (normalized/stripped):
εμβατευω
IDX:
28841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28842
Key:

Data

{'content': 'to step in'}