Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμβάδιον
ἐμβαδομετρικός
ἐμβαδόν
ἐμβαδόν2
ἐμβαδοποιός
ἔμβαθρα
ἐμβαθύνω
ἐμβαίνω
ἐμβακχεύω
ἐμβάλλω
ἔμβαμμα
ἐμβάπτω
ἔμβαρος
ἐμβαρύθω
ἐμβάς
ἐμβασανίζω
ἐμβασικοίτας
ἐμβασίκοιτος
ἐμβασιλεύω
Ἐμβάσιος
ἔμβασις
View word page
ἔμβαμμα
sauce, soup
ShortDef
sauce, soup
Debugging
Headword:
ἔμβαμμα
Headword (normalized):
ἔμβαμμα
Headword (normalized/stripped):
εμβαμμα
IDX:
28826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28827
Key:
Data
{'content': 'sauce, soup'}