Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμβαδίζω
ἐμβαδικός
ἐμβάδιον
ἐμβαδομετρικός
ἐμβαδόν
ἐμβαδόν2
ἐμβαδοποιός
ἔμβαθρα
ἐμβαθύνω
ἐμβαίνω
ἐμβακχεύω
ἐμβάλλω
ἔμβαμμα
ἐμβάπτω
ἔμβαρος
ἐμβαρύθω
ἐμβάς
ἐμβασανίζω
ἐμβασικοίτας
ἐμβασίκοιτος
ἐμβασιλεύω
View word page
ἐμβακχεύω
revel in
ShortDef
revel in
Debugging
Headword:
ἐμβακχεύω
Headword (normalized):
ἐμβακχεύω
Headword (normalized/stripped):
εμβακχευω
IDX:
28824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28825
Key:
Data
{'content': 'revel in'}