Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμβαδᾶς
ἐμβαδίζω
ἐμβαδικός
ἐμβάδιον
ἐμβαδομετρικός
ἐμβαδόν
ἐμβαδόν2
ἐμβαδοποιός
ἔμβαθρα
ἐμβαθύνω
ἐμβαίνω
ἐμβακχεύω
ἐμβάλλω
ἔμβαμμα
ἐμβάπτω
ἔμβαρος
ἐμβαρύθω
ἐμβάς
ἐμβασανίζω
ἐμβασικοίτας
ἐμβασίκοιτος
View word page
ἐμβαίνω
to step in

ShortDef

to step in

Debugging

Headword:
ἐμβαίνω
Headword (normalized):
ἐμβαίνω
Headword (normalized/stripped):
εμβαινω
IDX:
28823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28824
Key:

Data

{'content': 'to step in'}