Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμαυτοῦ
ἐμβαβάζω
ἐμβαδᾶς
ἐμβαδίζω
ἐμβαδικός
ἐμβάδιον
ἐμβαδομετρικός
ἐμβαδόν
ἐμβαδόν2
ἐμβαδοποιός
ἔμβαθρα
ἐμβαθύνω
ἐμβαίνω
ἐμβακχεύω
ἐμβάλλω
ἔμβαμμα
ἐμβάπτω
ἔμβαρος
ἐμβαρύθω
ἐμβάς
ἐμβασανίζω
View word page
ἔμβαθρα
shoes

ShortDef

shoes

Debugging

Headword:
ἔμβαθρα
Headword (normalized):
ἔμβαθρα
Headword (normalized/stripped):
εμβαθρα
IDX:
28821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28822
Key:

Data

{'content': 'shoes'}