Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐλύω
ἑλώδης
ἕλωρ
ἑλώριος
ἐμαυτοῦ
ἐμβαβάζω
ἐμβαδᾶς
ἐμβαδίζω
ἐμβαδικός
ἐμβάδιον
ἐμβαδομετρικός
ἐμβαδόν
ἐμβαδόν2
ἐμβαδοποιός
ἔμβαθρα
ἐμβαθύνω
ἐμβαίνω
ἐμβακχεύω
ἐμβάλλω
ἔμβαμμα
ἐμβάπτω
View word page
ἐμβαδομετρικός
belonging to the measuring of surfaces
ShortDef
belonging to the measuring of surfaces
Debugging
Headword:
ἐμβαδομετρικός
Headword (normalized):
ἐμβαδομετρικός
Headword (normalized/stripped):
εμβαδομετρικος
IDX:
28817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28818
Key:
Data
{'content': 'belonging to the measuring of surfaces'}