Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκοίλιος
ἄκοιλος
ἀκοίμητος
ἀκοινονόητος
ἄκοινος
ἀκοινωνησία
ἀκοινώνητος
ἀκοινωνία
ἀκοίτας
ἀκοίτης
ἄκοιτις
ἄκοιτος
ἀκολάκευτος
ἀκολασία
ἀκολασταίνω
ἀκολάστημα
ἀκόλαστος
ἀκολλητί
ἀκόλλητος
ἄκολλος
ἀκολλύβιστος
View word page
ἄκοιτις
a spouse, wife (LSJ sv ἀκοίτης)

ShortDef

a spouse, wife (LSJ sv ἀκοίτης)

Debugging

Headword:
ἄκοιτις
Headword (normalized):
ἄκοιτις
Headword (normalized/stripped):
ακοιτις
IDX:
2880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2881
Key:

Data

{'content': 'a spouse, wife (LSJ sv ἀκοίτης)'}