Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκοιλάντως
ἀκοίλιος
ἄκοιλος
ἀκοίμητος
ἀκοινονόητος
ἄκοινος
ἀκοινωνησία
ἀκοινώνητος
ἀκοινωνία
ἀκοίτας
ἀκοίτης
ἄκοιτις
ἄκοιτος
ἀκολάκευτος
ἀκολασία
ἀκολασταίνω
ἀκολάστημα
ἀκόλαστος
ἀκολλητί
ἀκόλλητος
ἄκολλος
View word page
ἀκοίτης
a bedfellow, spouse, husband

ShortDef

a bedfellow, spouse, husband

Debugging

Headword:
ἀκοίτης
Headword (normalized):
ἀκοίτης
Headword (normalized/stripped):
ακοιτης
IDX:
2879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2880
Key:

Data

{'content': 'a bedfellow, spouse, husband'}