Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἐλλοπία
ἐλλοπιεύω
ἐλλοπίης
ἐλλόποδες
ἑλλός
ἐλλοφόνος
ἐλλοχάω
ἐλλόχησις
ἐλλοχίζω
ἔλλοψ
ἔλλυπος
ἐλλύτης
ἐλλυχνιάζω
ἐλλύχνιον
ἐλλυχνιωτός
ἐλλωβάομαι
Ἑλλωτία
Ἑλλώτια
Ἑλλωτίς
ἕλμιγξ
ἑλμινθιάω
View word page
ἔλλυπος
in grief, mournful
ShortDef
in grief, mournful
Debugging
Headword:
ἔλλυπος
Headword (normalized):
ἔλλυπος
Headword (normalized/stripped):
ελλυπος
IDX:
28768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28769
Key:
Data
{'content': 'in grief, mournful'}