Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐλλιμενίζω
ἐλλιμενικός
ἐλλιμένιον
ἐλλιμένιος
ἐλλιμένισις
ἐλλιμενιστής
ἐλλιπής
ἔλλιπος
ἐλλόβιον
ἐλλοβόκαρπος
ἐλλοβώδης
ἐλλογέω
ἐλλόγιμος
ἐλλογιμότης
ἔλλογος
ἐλλοξοτέρως
Ἐλλοπία
ἐλλοπιεύω
ἐλλοπίης
ἐλλόποδες
ἑλλός
View word page
ἐλλοβώδης
with pods

ShortDef

with pods

Debugging

Headword:
ἐλλοβώδης
Headword (normalized):
ἐλλοβώδης
Headword (normalized/stripped):
ελλοβωδης
IDX:
28752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28753
Key:

Data

{'content': 'with pods'}