Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄκνημος
ἄκνησμος
ἄκνηστις
ἄκνισος
ἀκνίσωτος
ἀκοά
ἀκοή
ἀκοιλάντως
ἀκοίλιος
ἄκοιλος
ἀκοίμητος
ἀκοινονόητος
ἄκοινος
ἀκοινωνησία
ἀκοινώνητος
ἀκοινωνία
ἀκοίτας
ἀκοίτης
ἄκοιτις
ἄκοιτος
ἀκολάκευτος
View word page
ἀκοίμητος
sleepless

ShortDef

sleepless

Debugging

Headword:
ἀκοίμητος
Headword (normalized):
ἀκοίμητος
Headword (normalized/stripped):
ακοιμητος
IDX:
2872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2873
Key:

Data

{'content': 'sleepless'}