Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑλλεβορίτης
ἑλλεβοροδότης
ἑλλεβοροποσία
ἑλλέβορος
ἐλλεδανός
ἔλλειμμα
ἐλλειπόντως
ἐλλειπτικός
ἐλλείπω
ἐλλείχω
ἔλλειψις
ἔλλεσχος
ἔλλευκος
ἐλλήγω
Ἕλλην
Ἑλληνάρχης
Ἕλληνες
ἑλληνίζω
Ἑλληνικός
Ἑλλήνιος
Ἑλληνίς
View word page
ἔλλειψις
falling short, defect

ShortDef

falling short, defect

Debugging

Headword:
ἔλλειψις
Headword (normalized):
ἔλλειψις
Headword (normalized/stripped):
ελλειψις
IDX:
28715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28716
Key:

Data

{'content': 'falling short, defect'}