Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑλλεβορισμός
ἑλλεβορίτης
ἑλλεβοροδότης
ἑλλεβοροποσία
ἑλλέβορος
ἐλλεδανός
ἔλλειμμα
ἐλλειπόντως
ἐλλειπτικός
ἐλλείπω
ἐλλείχω
ἔλλειψις
ἔλλεσχος
ἔλλευκος
ἐλλήγω
Ἕλλην
Ἑλληνάρχης
Ἕλληνες
ἑλληνίζω
Ἑλληνικός
Ἑλλήνιος
View word page
ἐλλείχω
lick in, take one's fill of
ShortDef
lick in, take one's fill of
Debugging
Headword:
ἐλλείχω
Headword (normalized):
ἐλλείχω
Headword (normalized/stripped):
ελλειχω
IDX:
28714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28715
Key:
Data
{'content': "lick in, take one's fill of"}