Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑλλεβορίνη
ἑλλεβορισμός
ἑλλεβορίτης
ἑλλεβοροδότης
ἑλλεβοροποσία
ἑλλέβορος
ἐλλεδανός
ἔλλειμμα
ἐλλειπόντως
ἐλλειπτικός
ἐλλείπω
ἐλλείχω
ἔλλειψις
ἔλλεσχος
ἔλλευκος
ἐλλήγω
Ἕλλην
Ἑλληνάρχης
Ἕλληνες
ἑλληνίζω
Ἑλληνικός
View word page
ἐλλείπω
to leave in, leave behind

ShortDef

to leave in, leave behind

Debugging

Headword:
ἐλλείπω
Headword (normalized):
ἐλλείπω
Headword (normalized/stripped):
ελλειπω
IDX:
28713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28714
Key:

Data

{'content': 'to leave in, leave behind'}