Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑλλεβορίζω
ἑλλεβορίνη
ἑλλεβορισμός
ἑλλεβορίτης
ἑλλεβοροδότης
ἑλλεβοροποσία
ἑλλέβορος
ἐλλεδανός
ἔλλειμμα
ἐλλειπόντως
ἐλλειπτικός
ἐλλείπω
ἐλλείχω
ἔλλειψις
ἔλλεσχος
ἔλλευκος
ἐλλήγω
Ἕλλην
Ἑλληνάρχης
Ἕλληνες
ἑλληνίζω
View word page
ἐλλειπτικός
elliptic, defective

ShortDef

elliptic, defective

Debugging

Headword:
ἐλλειπτικός
Headword (normalized):
ἐλλειπτικός
Headword (normalized/stripped):
ελλειπτικος
IDX:
28712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28713
Key:

Data

{'content': 'elliptic, defective'}