Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑλλεβοριάω
ἑλλεβορίζω
ἑλλεβορίνη
ἑλλεβορισμός
ἑλλεβορίτης
ἑλλεβοροδότης
ἑλλεβοροποσία
ἑλλέβορος
ἐλλεδανός
ἔλλειμμα
ἐλλειπόντως
ἐλλειπτικός
ἐλλείπω
ἐλλείχω
ἔλλειψις
ἔλλεσχος
ἔλλευκος
ἐλλήγω
Ἕλλην
Ἑλληνάρχης
Ἕλληνες
View word page
ἐλλειπόντως
incompletely
ShortDef
incompletely
Debugging
Headword:
ἐλλειπόντως
Headword (normalized):
ἐλλειπόντως
Headword (normalized/stripped):
ελλειποντως
IDX:
28711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28712
Key:
Data
{'content': 'incompletely'}