Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἑλλανοδίκαι
Ἑλλανοδίκας
Ἑλλανοδικέω
Ἑλλανοδικεών
Ἑλλάς
ἑλλεβοριάω
ἑλλεβορίζω
ἑλλεβορίνη
ἑλλεβορισμός
ἑλλεβορίτης
ἑλλεβοροδότης
ἑλλεβοροποσία
ἑλλέβορος
ἐλλεδανός
ἔλλειμμα
ἐλλειπόντως
ἐλλειπτικός
ἐλλείπω
ἐλλείχω
ἔλλειψις
ἔλλεσχος
View word page
ἑλλεβοροδότης
who prescribes hellebore

ShortDef

who prescribes hellebore

Debugging

Headword:
ἑλλεβοροδότης
Headword (normalized):
ἑλλεβοροδότης
Headword (normalized/stripped):
ελλεβοροδοτης
IDX:
28706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28707
Key:

Data

{'content': 'who prescribes hellebore'}