Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔλλαμψις
Ἕλλαν
Ἑλλάνικος
Ἑλλανίς
Ἑλλανοδίκαι
Ἑλλανοδίκας
Ἑλλανοδικέω
Ἑλλανοδικεών
Ἑλλάς
ἑλλεβοριάω
ἑλλεβορίζω
ἑλλεβορίνη
ἑλλεβορισμός
ἑλλεβορίτης
ἑλλεβοροδότης
ἑλλεβοροποσία
ἑλλέβορος
ἐλλεδανός
ἔλλειμμα
ἐλλειπόντως
ἐλλειπτικός
View word page
ἑλλεβορίζω
dose with hellebore

ShortDef

dose with hellebore

Debugging

Headword:
ἑλλεβορίζω
Headword (normalized):
ἑλλεβορίζω
Headword (normalized/stripped):
ελλεβοριζω
IDX:
28702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28703
Key:

Data

{'content': 'dose with hellebore'}