Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγανοφροσύνη
ἀγανόφρων
ἀγανῶπις
ἀγάνωρ
ἀγάνωτος
ἀγάομαι
ἀγαπάζω
ἀγαπατός
ἀγαπάω
ἀγάπη
ἀγάπημα
Ἀγαπήνωρ
ἀγαπήνωρ
ἀγάπησις
ἀγαπητέος
ἀγαπητικός
ἀγαπητός
ἀγαρικόν
Ἀγαρίστη
ἄγαρρις
ἀγάρροος
View word page
ἀγάπημα
a delight, darling

ShortDef

a delight, darling

Debugging

Headword:
ἀγάπημα
Headword (normalized):
ἀγάπημα
Headword (normalized/stripped):
αγαπημα
IDX:
286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-287
Key:

Data

{'content': 'a delight, darling'}