Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἕλκωσις
ἑλκωτικός
Ἑλλαδαρχέω
Ἑλλαδάρχης
Ἑλλαδικός
ἐλλαλέω
ἐλλαμβάνω
ἐλλαμπρύνομαι
ἐλλάμπω
ἔλλαμψις
Ἕλλαν
Ἑλλάνικος
Ἑλλανίς
Ἑλλανοδίκαι
Ἑλλανοδίκας
Ἑλλανοδικέω
Ἑλλανοδικεών
Ἑλλάς
ἑλλεβοριάω
ἑλλεβορίζω
ἑλλεβορίνη
View word page
Ἕλλαν
(Dor.) Greek
ShortDef
(Dor.) Greek
Debugging
Headword:
Ἕλλαν
Headword (normalized):
ἕλλαν
Headword (normalized/stripped):
ελλαν
IDX:
28693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28694
Key:
Data
{'content': '(Dor.) Greek'}