Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἕλκωμα
ἑλκωματικός
ἕλκωσις
ἑλκωτικός
Ἑλλαδαρχέω
Ἑλλαδάρχης
Ἑλλαδικός
ἐλλαλέω
ἐλλαμβάνω
ἐλλαμπρύνομαι
ἐλλάμπω
ἔλλαμψις
Ἕλλαν
Ἑλλάνικος
Ἑλλανίς
Ἑλλανοδίκαι
Ἑλλανοδίκας
Ἑλλανοδικέω
Ἑλλανοδικεών
Ἑλλάς
ἑλλεβοριάω
View word page
ἐλλάμπω
to shine upon, to illuminate
ShortDef
to shine upon, to illuminate
Debugging
Headword:
ἐλλάμπω
Headword (normalized):
ἐλλάμπω
Headword (normalized/stripped):
ελλαμπω
IDX:
28691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28692
Key:
Data
{'content': 'to shine upon, to illuminate'}