Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑλκώδης
ἕλκωμα
ἑλκωματικός
ἕλκωσις
ἑλκωτικός
Ἑλλαδαρχέω
Ἑλλαδάρχης
Ἑλλαδικός
ἐλλαλέω
ἐλλαμβάνω
ἐλλαμπρύνομαι
ἐλλάμπω
ἔλλαμψις
Ἕλλαν
Ἑλλάνικος
Ἑλλανίς
Ἑλλανοδίκαι
Ἑλλανοδίκας
Ἑλλανοδικέω
Ἑλλανοδικεών
Ἑλλάς
View word page
ἐλλαμπρύνομαι
to gain distinction

ShortDef

to gain distinction

Debugging

Headword:
ἐλλαμπρύνομαι
Headword (normalized):
ἐλλαμπρύνομαι
Headword (normalized/stripped):
ελλαμπρυνομαι
IDX:
28690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28691
Key:

Data

{'content': 'to gain distinction'}