Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑλκυστήριος
ἑλκυστικός
ἑλκυστός
ἕλκυστρον
ἕλκω
ἑλκώδης
ἕλκωμα
ἑλκωματικός
ἕλκωσις
ἑλκωτικός
Ἑλλαδαρχέω
Ἑλλαδάρχης
Ἑλλαδικός
ἐλλαλέω
ἐλλαμβάνω
ἐλλαμπρύνομαι
ἐλλάμπω
ἔλλαμψις
Ἕλλαν
Ἑλλάνικος
Ἑλλανίς
View word page
Ἑλλαδαρχέω
hold office of Ἑλλαδάρχης 3

ShortDef

hold office of Ἑλλαδάρχης 3

Debugging

Headword:
Ἑλλαδαρχέω
Headword (normalized):
ἑλλαδαρχέω
Headword (normalized/stripped):
ελλαδαρχεω
IDX:
28685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28686
Key:

Data

{'content': 'hold office of Ἑλλαδάρχης 3'}