Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑλκυστήρ
ἑλκυστήριος
ἑλκυστικός
ἑλκυστός
ἕλκυστρον
ἕλκω
ἑλκώδης
ἕλκωμα
ἑλκωματικός
ἕλκωσις
ἑλκωτικός
Ἑλλαδαρχέω
Ἑλλαδάρχης
Ἑλλαδικός
ἐλλαλέω
ἐλλαμβάνω
ἐλλαμπρύνομαι
ἐλλάμπω
ἔλλαμψις
Ἕλλαν
Ἑλλάνικος
View word page
ἑλκωτικός
exasperating

ShortDef

exasperating

Debugging

Headword:
ἑλκωτικός
Headword (normalized):
ἑλκωτικός
Headword (normalized/stripped):
ελκωτικος
IDX:
28684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28685
Key:

Data

{'content': 'exasperating'}