Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑλκυσμός
ἑλκυστάζω
ἑλκυστέος
ἑλκυστήρ
ἑλκυστήριος
ἑλκυστικός
ἑλκυστός
ἕλκυστρον
ἕλκω
ἑλκώδης
ἕλκωμα
ἑλκωματικός
ἕλκωσις
ἑλκωτικός
Ἑλλαδαρχέω
Ἑλλαδάρχης
Ἑλλαδικός
ἐλλαλέω
ἐλλαμβάνω
ἐλλαμπρύνομαι
ἐλλάμπω
View word page
ἕλκωμα
sore, ulcer

ShortDef

sore, ulcer

Debugging

Headword:
ἕλκωμα
Headword (normalized):
ἕλκωμα
Headword (normalized/stripped):
ελκωμα
IDX:
28681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28682
Key:

Data

{'content': 'sore, ulcer'}