Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἕλκυσμα
ἑλκυσμός
ἑλκυστάζω
ἑλκυστέος
ἑλκυστήρ
ἑλκυστήριος
ἑλκυστικός
ἑλκυστός
ἕλκυστρον
ἕλκω
ἑλκώδης
ἕλκωμα
ἑλκωματικός
ἕλκωσις
ἑλκωτικός
Ἑλλαδαρχέω
Ἑλλαδάρχης
Ἑλλαδικός
ἐλλαλέω
ἐλλαμβάνω
ἐλλαμπρύνομαι
View word page
ἑλκώδης
like a sore, ulcerated

ShortDef

like a sore, ulcerated

Debugging

Headword:
ἑλκώδης
Headword (normalized):
ἑλκώδης
Headword (normalized/stripped):
ελκωδης
IDX:
28680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28681
Key:

Data

{'content': 'like a sore, ulcerated'}