Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑλκύσιμος
ἕλκυσις
ἕλκυσμα
ἑλκυσμός
ἑλκυστάζω
ἑλκυστέος
ἑλκυστήρ
ἑλκυστήριος
ἑλκυστικός
ἑλκυστός
ἕλκυστρον
ἕλκω
ἑλκώδης
ἕλκωμα
ἑλκωματικός
ἕλκωσις
ἑλκωτικός
Ἑλλαδαρχέω
Ἑλλαδάρχης
Ἑλλαδικός
ἐλλαλέω
View word page
ἕλκυστρον
handle

ShortDef

handle

Debugging

Headword:
ἕλκυστρον
Headword (normalized):
ἕλκυστρον
Headword (normalized/stripped):
ελκυστρον
IDX:
28678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28679
Key:

Data

{'content': 'handle'}