Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑλκτός
ἑλκύδριον
ἑλκύσιμος
ἕλκυσις
ἕλκυσμα
ἑλκυσμός
ἑλκυστάζω
ἑλκυστέος
ἑλκυστήρ
ἑλκυστήριος
ἑλκυστικός
ἑλκυστός
ἕλκυστρον
ἕλκω
ἑλκώδης
ἕλκωμα
ἑλκωματικός
ἕλκωσις
ἑλκωτικός
Ἑλλαδαρχέω
Ἑλλαδάρχης
View word page
ἑλκυστικός
drawing

ShortDef

drawing

Debugging

Headword:
ἑλκυστικός
Headword (normalized):
ἑλκυστικός
Headword (normalized/stripped):
ελκυστικος
IDX:
28676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28677
Key:

Data

{'content': 'drawing'}