Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑλκτικός
ἑλκτός
ἑλκύδριον
ἑλκύσιμος
ἕλκυσις
ἕλκυσμα
ἑλκυσμός
ἑλκυστάζω
ἑλκυστέος
ἑλκυστήρ
ἑλκυστήριος
ἑλκυστικός
ἑλκυστός
ἕλκυστρον
ἕλκω
ἑλκώδης
ἕλκωμα
ἑλκωματικός
ἕλκωσις
ἑλκωτικός
Ἑλλαδαρχέω
View word page
ἑλκυστήριος
fit for drawing

ShortDef

fit for drawing

Debugging

Headword:
ἑλκυστήριος
Headword (normalized):
ἑλκυστήριος
Headword (normalized/stripped):
ελκυστηριος
IDX:
28675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28676
Key:

Data

{'content': 'fit for drawing'}