Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑλκόω
ἑλκτέον
ἑλκτέος
ἑλκτικός
ἑλκτός
ἑλκύδριον
ἑλκύσιμος
ἕλκυσις
ἕλκυσμα
ἑλκυσμός
ἑλκυστάζω
ἑλκυστέος
ἑλκυστήρ
ἑλκυστήριος
ἑλκυστικός
ἑλκυστός
ἕλκυστρον
ἕλκω
ἑλκώδης
ἕλκωμα
ἑλκωματικός
View word page
ἑλκυστάζω
to drag about

ShortDef

to drag about

Debugging

Headword:
ἑλκυστάζω
Headword (normalized):
ἑλκυστάζω
Headword (normalized/stripped):
ελκυσταζω
IDX:
28672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28673
Key:

Data

{'content': 'to drag about'}