Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἕλκος
ἑλκόω
ἑλκτέον
ἑλκτέος
ἑλκτικός
ἑλκτός
ἑλκύδριον
ἑλκύσιμος
ἕλκυσις
ἕλκυσμα
ἑλκυσμός
ἑλκυστάζω
ἑλκυστέος
ἑλκυστήρ
ἑλκυστήριος
ἑλκυστικός
ἑλκυστός
ἕλκυστρον
ἕλκω
ἑλκώδης
ἕλκωμα
View word page
ἑλκυσμός
attraction
ShortDef
attraction
Debugging
Headword:
ἑλκυσμός
Headword (normalized):
ἑλκυσμός
Headword (normalized/stripped):
ελκυσμος
IDX:
28671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28672
Key:
Data
{'content': 'attraction'}