Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑλκοποιέω
ἑλκοποιός
ἕλκος
ἑλκόω
ἑλκτέον
ἑλκτέος
ἑλκτικός
ἑλκτός
ἑλκύδριον
ἑλκύσιμος
ἕλκυσις
ἕλκυσμα
ἑλκυσμός
ἑλκυστάζω
ἑλκυστέος
ἑλκυστήρ
ἑλκυστήριος
ἑλκυστικός
ἑλκυστός
ἕλκυστρον
ἕλκω
View word page
ἕλκυσις
attraction

ShortDef

attraction

Debugging

Headword:
ἕλκυσις
Headword (normalized):
ἕλκυσις
Headword (normalized/stripped):
ελκυσις
IDX:
28669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28670
Key:

Data

{'content': 'attraction'}