Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑλκησίσταχυς
ἑλκητήρ
ἑλκοποιέω
ἑλκοποιός
ἕλκος
ἑλκόω
ἑλκτέον
ἑλκτέος
ἑλκτικός
ἑλκτός
ἑλκύδριον
ἑλκύσιμος
ἕλκυσις
ἕλκυσμα
ἑλκυσμός
ἑλκυστάζω
ἑλκυστέος
ἑλκυστήρ
ἑλκυστήριος
ἑλκυστικός
ἑλκυστός
View word page
ἑλκύδριον
a slight sore

ShortDef

a slight sore

Debugging

Headword:
ἑλκύδριον
Headword (normalized):
ἑλκύδριον
Headword (normalized/stripped):
ελκυδριον
IDX:
28667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28668
Key:

Data

{'content': 'a slight sore'}