Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἕλκημα
ἑλκησίσταχυς
ἑλκητήρ
ἑλκοποιέω
ἑλκοποιός
ἕλκος
ἑλκόω
ἑλκτέον
ἑλκτέος
ἑλκτικός
ἑλκτός
ἑλκύδριον
ἑλκύσιμος
ἕλκυσις
ἕλκυσμα
ἑλκυσμός
ἑλκυστάζω
ἑλκυστέος
ἑλκυστήρ
ἑλκυστήριος
ἑλκυστικός
View word page
ἑλκτός
that can be drawn, tensile
ShortDef
that can be drawn, tensile
Debugging
Headword:
ἑλκτός
Headword (normalized):
ἑλκτός
Headword (normalized/stripped):
ελκτος
IDX:
28666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28667
Key:
Data
{'content': 'that can be drawn, tensile'}