Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἕλκηθρον
ἕλκημα
ἑλκησίσταχυς
ἑλκητήρ
ἑλκοποιέω
ἑλκοποιός
ἕλκος
ἑλκόω
ἑλκτέον
ἑλκτέος
ἑλκτικός
ἑλκτός
ἑλκύδριον
ἑλκύσιμος
ἕλκυσις
ἕλκυσμα
ἑλκυσμός
ἑλκυστάζω
ἑλκυστέος
ἑλκυστήρ
ἑλκυστήριος
View word page
ἑλκτικός
fit for drawing, attractive
ShortDef
fit for drawing, attractive
Debugging
Headword:
ἑλκτικός
Headword (normalized):
ἑλκτικός
Headword (normalized/stripped):
ελκτικος
IDX:
28665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28666
Key:
Data
{'content': 'fit for drawing, attractive'}