Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑλκηθμός
ἕλκηθρον
ἕλκημα
ἑλκησίσταχυς
ἑλκητήρ
ἑλκοποιέω
ἑλκοποιός
ἕλκος
ἑλκόω
ἑλκτέον
ἑλκτέος
ἑλκτικός
ἑλκτός
ἑλκύδριον
ἑλκύσιμος
ἕλκυσις
ἕλκυσμα
ἑλκυσμός
ἑλκυστάζω
ἑλκυστέος
ἑλκυστήρ
View word page
ἑλκτέος
one must drag
ShortDef
one must drag
Debugging
Headword:
ἑλκτέος
Headword (normalized):
ἑλκτέος
Headword (normalized/stripped):
ελκτεος
IDX:
28664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28665
Key:
Data
{'content': 'one must drag'}